0
Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά ένα τρισεκατομμύριο διαφορετικές μυρωδιές
μπορεί να ανιχνεύσει η ανθρώπινη μύτη, η οποία μπορεί να αντιληφθεί
εκατοντάδες μόρια και αναρίθμητους συνδυασμούς αυτών των μορίων.
Την ανακάλυψη αυτή είχαν κάνει προ μηνών επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο
Ροκφέλερ, οι οποίοι θέλησαν να υπολογίσουν πόσο ευαίσθητη είναι στ’
αλήθεια η μύτη μας, αφού η κρατούσα επιστημονική άποψη την ήθελε να
ξεχωρίζει μόνο δέκα χιλιάδες διαφορετικές μυρωδιές.
Όπως είχαν γράψει οι ερευνητές στο επιστημονικό περιοδικό «Science», η
μύτη μας υπερτερεί μακράν των ματιών και των αυτιών μας στα ερεθίσματα
που μπορεί να ξεχωρίσει: τα μεν πρώτα μπορούν να αντιληφθούν μόλις δέκα
εκατομμύρια διαφορετικά χρώματα και τα αυτιά μας μόλις μισό εκατομμύριο
διαφορετικούς ήχους.
Τα κακά νέα είναι ότι εκτός από εξαιρετικά ευαίσθητη στην ανίχνευση των
πτητικών μορίων που εκλύουν αντικείμενα, ζώα, άνθρωποι και φυτά, η μύτη
είναι εξίσου ευαίσθητη και σε ό,τι την αρρωσταίνει, όπως οι ιώσεις του
ανώτερου αναπνευστικού, η ρύπανση και, φυσικά, το κάπνισμα.
«Κάθε φορά που κάποιος κρυολογεί, εκτίθεται στους ρύπους ή καπνίζει,
προκαλούνται μικροσκοπικές βλάβες στο επιθήλιο (εσωτερικό τοίχωμα) της
μύτης, οι οποίες αθροίζονται με το πέρασμα του χρόνου και προοδευτικά
φθίνουν την οσφρητική ικανότητα», λέει ο δρ Ρίτσαρντ Ντότι, καθηγητής
Ωτορινολαρυγγολογίας και διευθυντής στο Κέντρο Όσφρησης & Γεύσης της
Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.
Έτσι, όσοι είναι επιρρεπείς στα κρυολογήματα έχουν αυξημένες πιθανότητες
να διαθέτουν μειωμένη όσφρηση όταν γεράσουν - κάτι που ισχύει για
περισσότερους από έναν στους τέσσερις ανθρώπους ηλικίας 65-80 ετών και
για τους μισούς στις ηλικίες άνω των 80 ετών, αν και ελάχιστοι το
αντιλαμβάνονται, κατά τον δρα Ντότι.
«Η οσφρητική εξασθένηση μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις (και) στη
γεύση, καθώς το 75% αυτού του θεωρούμε “γεύση” είναι στην πραγματικότητα
όσφρηση», προσθέτει. Και εξηγεί πως αυτός είναι και ο λόγος που, καθώς
μεγαλώνουμε, αυξάνουμε τις ποσότητες των μπαχαρικών και μυρωδικών που
βάζουμε στο φαγητό μας, ενώ κάποιοι αυξάνουν και την ζάχαρη στον καφέ ή
το αλάτι στο φαγητό τους.
Και αρρώστιες
Εκτός από την ηλικία, το τσιγάρο και τη ρύπανση, την όσφρηση
μπορεί να πλήξουν και πολλά προβλήματα υγείας, κατά τον παθολόγο δρα
Τζων Κάνχα, επίκουρο καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο τουΜαϊάμι.
Τέτοια προβλήματα είναι τα κτυπήματα στο κεφάλι, οι λοιμώξεις των
ιγμορείων, διάφορες ορμονικές διαταραχές, οι πολύποδες της μύτης,
ορισμένα νευροεκφυλιστικά νοσήματα (λ.χ. νόσος του Πάρκινσον, νόσος
Αλτσχάιμερ, σκλήρυνση κατά πλάκας), ο διαβήτης κ.λπ.
Μάλιστα, η απώλεια της όσφρησης μπορεί να αποτελεί και προειδοποιητικό
σύμπτωμα αυτών των νοσημάτων. Η νόσος του Πάρκινσον, λ.χ., έχει ένα
προκλινικό στάδιο που διαρκεί οκτώ και έως δέκα χρόνια και
χαρακτηρίζεται από μη κινητικά συμπτώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η
οσφρητική δυσλειτουργία.
Ο δε σακχαρώδης διαβήτης φαίνεται πως αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα
κινδύνου για οσφρητική δυσλειτουργία, σύμφωνα με πολλές μελέτες, η πιο
πρόσφατη από τις οποίες πραγματοποιήθηκε στην Β’ Πανεπιστημιακή
Παθολογική Κλινική του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και
δημοσιεύθηκε στις αρχές του χρόνου στο ιατρικό περιοδικό «Angiology».
Καλύτερη στις γυναίκες
Οι διαταραχές της οσφρήσεως, πάντως, δεν προσβάλλουν εξίσου τα
δύο φύλα: οι άντρες είθισται να είναι σε όλες τις ηλικίες πιο ευάλωτοι,
σύμφωνα με τα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ.
Η αιτία γι’ αυτό ίσως κρύβεται στις ορμόνες. Δεν είναι τυχαίο που η
μυρωδιά των γυναικών συχνά γίνεται πιο οξεία όταν βρίσκονται στο μέσον
του κύκλου τους (στην ωορρηξία), ούτε ότι τους «μυρίζουν» διάφορα
πράγματα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, όταν οι ορμόνες τους κάνουν
αληθινό... πάρτι στο σώμα τους.
Από εξελικτικής πλευράς, πάντως, οι γυναίκες μπορεί να έχουν καλύτερη
όσφρηση για να επιτελέσουν τον προστατευτικό ρόλο τους απέναντι στα
παιδιά τους, λέει ο δρ Τιμ Τζέικομπ, ομότιμος καθηγητής Όσφρησης &
Γεύσης στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ. «Όταν είναι έγκυοι και όταν
θηλάζουν, οι γυναίκες πρέπει να είναι λ.χ. πολύ επιλεκτικές σε ό,τι
τρώνε, για να μην βλάψουν το παιδί τους και η μύτη τους μπορεί να τις
βοηθήσει να αποφύγουν τα χαλασμένα φαγητά», λέει.
Η προστασία μπορεί και να είναι η εξήγηση που η όσφρηση αποτελεί τη
μοναδική από τις αισθήσεις που δεν απενεργοποιείται όταν κοιμόμαστε,
προσθέτει ο δρ Τζέικομπ, αφού κάτι πρέπει να μας προειδοποιήσει σε
περίπτωση πυρκαγιάς ή διαρροής γκαζιού.
Η βελτίωση
Καλά όλ’ αυτά, αλλά πως μπορεί κάποιος να τονώσει την όσφρησή
του; Το πρώτο που έχει να κάνει είναι να αποφεύγει οτιδήποτε «χαλάει»
την όσφρηση, κυρίως το κάπνισμα και την ρύπανση, και ακολούθως να
γυμνάζεται συστηματικά, απαντά ο δρ Καρλ Φίλποτ, χειρουργός
ωτορινολαρυγγολόγος στο Πανεπσιτημιακό Νοσοκομείο James Paget του
Νόρφολκ. Όπως εξηγεί, η άσκηση αυξάνει την ροή αέρα στη μύτη επειδή
αναπνέουμε πιο γρήγορα και έτσι βελτιώνει παροδικά την όσφρηση.
Φροντίστε επίσης να βάλετε μια οσφρητική... ρουτίνα στη ζωή σας, συνιστά
ο δρ Τζέικομπ, διότι όσο πιο οικείες είναι οι μυρωδιές γύρω μας τόσο
πιο εύκολα τις αναγνωρίζουμε. Να χρησιμοποιείτε, λοιπόν, συνέχεια το
ίδιο άφτερ σέιβ ή το ίδιο άρωμα, να καθαρίζετε το σπίτι με τα ίδια
προϊόντα ή να μαγειρεύετε με τα ίδια μπαχαρικά και όταν γίνουν ρουτίνα,
να προσθέτετε καινούργια.
Δοκιμάστε επίσης να τονώσετε την ικανότητα του εγκεφάλου σας να θυμάται
τις μυρωδιές, περιγράφοντας κάθε μυρωδιά με μία χαρακτηριστική λέξη
(λέξεις και μυρωδιές αποθηκεύονται σε διαφορετικά τμήματα του
εγκεφάλου), καταλήγει.