0
Οι γοργόνες ήταν κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η
Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, μιας και
ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς.
Η Σθενώ παράγεται από το ρήμα «σθένω», που σημαίνει είμαι δυνατός, έχω
ισχύ. Η λέξη σθένος βέβαια χρησιμοποιείται και σήμερα. Η Σθενώ συμβόλιζε
τη δύναμη της θάλασσας και δεν αναφέρεται σε κανένα προσωπικό της μύθο.
Η Ευρυάλη παράγεται από το «ευρύς» και το αλς (γεν. αλός) και σήμαινε τη πλατιά θάλασσα. Μαζί με τη Σθενώ συμβόλιζαν την δύναμη και την απεραντοσύνη της θάλασσας.
Ούτε κι αυτή αναφέρεται σε προσωπικούς της μύθους και ίσως να έχει δίκιο
η Jane Harisson (Prolegomena to the Greek Religion 87), που λέει ότι η
τριαδική εμφάνιση των γοργόνων είναι απλώς η τάση να εμφανίζονται οι
θεότητες σε τριάδες, όπως οι Ώρες, οι Χάριτες, οι Μοίρες, κ.α. και
επομένως ίσως οι δύο εκ των τριών να αποτελούν μια προσθήκη
μεταγενέστερη, η οποία όμως είναι τόσο παλιά ώστε να είναι γνωστή στον
Ησίοδο.Η Τρίτη γοργόνα, η Μέδουσα,[1] είναι η κυρίως γοργόνα γύρω από την οποία
πλέκονται οι διάφοροι μύθοι. Το όνομά της παράγεται από το ρήμα «μέδω»
που σημαίνει άρχω, κυβερνώ, κυριαρχώ, προστατεύω. Ο δε μεδέων ήταν ο
προστάτης, ο φύλακας, ο κυρίαρχος (ώ φίλοι, Αργείων ηγήτορες ηδέ μέδοντες). Άρα
Μέδουσα σήμαινε τη βασίλισσα, την προστάτιδα, αυτή που είχε οριστεί να
φυλάει κάτι. Ο χαρακτηρισμός μέδων έχει δοθεί πολλές φορές σε θαλάσσιες
θεότητες όπως στον Νηρέα, στον Φόρκυ, στον Πρωτέα, στον Τρίτωνα κ.α.
Έχουμε δηλαδή μία αρσενική απόδοση της Μέδουσας.
Απεικονίζονται σαν τρομερά θηρία, με μάτια άγρια, με φίδια για μαλλιά
και με την αποκρουστική γλώσσα τους να κρέμεται έξω από το στόμα τους.
Βέβαια πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι πρόκειται περί προκατακλυσμιαίων
θεοτήτων, κι όπως είναι φυσικό οι πιο σύγχρονες θρησκείες φρόντισαν να
τις γελοιοποιήσουν είτε να τις αποδυναμώσουν.
Ο Ησίοδος μας λέει ότι οι γοργόνες κατοικούσαν μακριά, στις εσχατιές της
νύχτας, πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό, εκεί όπου κατοικούσαν οι
Εσπερίδες. Η τοποθέτηση της κατοικίας τους στα δυτικά, αναφέρεται σε
όλους τους μύθους όπως παρατηρεί ο Στράβων.
Στα «Κύπρια έπη» σαν κατοικία τους αναφέρεται το νησί Σαρπηδόνα,
ενώ κατά τον Πλίνιο τοποθετούνται σε κάποιο σύμπλεγμα νησιών που
ονομαζόταν Γοργάδες. Στο γεγονός αυτό στηρίζεται και η άποψη ότι τα
ονόματα των τριών γοργόνων δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα ονόματα τριών
μεγάλων νησιών που βρίσκονταν στο σύμπλεγμα των Εσπερίδων.
Τέλος σαν κατοικία τους αναφέρεται και ο Άδης, αν κι εκεί θεωρούσαν πως κατοικούσε μόνο η εικόνα τους.
Όπως μας αναφέρει ο Ησίοδος, η Μέδουσα ήταν η μόνη από τις γοργόνες που
έσμιξε ερωτικά και άφησε απογόνους. Από τον Ποσειδώνα γέννησε, την
στιγμή που της έκοβε το κεφάλι ο Περσεύς, τον Χρυσάορα και τον Πήγασο,
το φτερωτό άλογο. Στον Όμηρο, ο οποίος γνωρίζει το μύθο για τη θανατερή
δύναμη της κεφαλής της Μέδουσας, αναφέρεται μόνο μία γοργόνα κι αυτή
είναι η Γοργώ, αλλά από την περιγραφή της υποθέτουμε ότι εννοεί τη
Μέδουσα, η οποία σε μία άλλη εκδοχή ταυτίζεται και με τη θεά Αθηνά.
Ο Παλαίφατος (Αθηναίος γραμματικό, σύγχρονος του Αριστοτέλη),
ταυτίζει τη γοργόνα με την παράσταση ενός χρυσού αγάλματος της Αθηνάς
Παλλάδος (1.80 μ.), το οποίο κατασκευάστηκε κατόπιν εντολής του βασιλιά
Φόρκυ, που βασίλευε στη Κυρήνη της Β. Αφρικής, στου οποίο το βασίλειο η
Αθηνά είχε το προσωνύμιο γοργόνα. Για την σχέση αυτή έχουν δοθεί
διάφορες εξηγήσεις και αποσυμβολισμοί. Η θεά ήταν αυτή που οδήγησε το
χέρι του Περσέα για να κόψει το κεφάλι της Μέδουσας, το οποίο της έδωσε
κατόπιν ο Περσεύς, για να το βάλει στη μέση της ασπίδας της.
Για την έχθρα αυτή λέγεται ότι η Μέδουσα καυχήθηκε πως είναι ομορφότερη
από την θεά κι αυτή την τιμώρησε μεταμορφώνοντάς τη σε τέρας.
Θεωρείται λοιπόν από τους ερευνητές, πως η Μέδουσα στην αρχαία
προ-ολυμπιακή θρησκεία ήταν ή ίδια η Αθηνά. Είναι πολύ πιθανό κατά τις
τελετουργίες να χρησιμοποιούσαν κάποια τελετουργική μάσκα, που σκορπούσε
τρόμο και δέος σε όσους την έβλεπαν.
Τέτοιες μάσκες γνωρίζουμε πως χρησιμοποιούνταν στη Μινωική και Μυκηναϊκή
περίοδο. Αυτή η τελετουργική μάσκα, που μάλλον προϋπήρξε της Μέδουσας,
έγινε η αφορμή για να δημιουργηθεί στη συνέχεια μια κεφαλή η οποία είχε
την τρομερή δύναμη της μάσκας, με μια αποτρόπαια εμφάνιση.
Αργότερα προστέθηκε και σώμα ώστε να γίνει πιο αποδεκτή η ύπαρξη μιας
τέτοιας κεφαλής και με την τάση να παρουσιάζονται οι θεότητες σε
τριάδες, κατέληξε η αρχική τελετουργική μάσκα στην τριαδική εμφάνιση των
γοργόνων. Το σώμα αυτό είχε χάλκινα χέρια και φτερά με τα οποία
μπορούσαν να πετούν. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό, η Μέδουσα να απορροφήθηκε
από μια νέα θεά, πιο αποδεκτή στην ολυμπιακή θρησκεία ή η ίδια η Αθηνά
να μετεξελίχθηκε και να λατρεύτηκε με πιο ήπια μορφή.
Άλλωστε πηγαίνοντας πίσω στο μύθο του Περσέα, έχουμε τη κλασική
περίπτωση του ήρωα, που κατορθώνει να σκοτώσει το φοβερό θηρίο και να
παραδώσει τη κεφαλή του στη θεά Αθηνά, κι έτσι όλες οι δυνάμεις της
Μέδουσας ενσωματώνονται στη καινούργια θεότητα. Όπως αναφέρεται στο
Πλούταρχο, στη προσπάθειά του ο Θεμιστοκλής [2] να πείσει τους Αθηναίους
για τη σημασία του χρησμού με τα ξύλινα τείχη, πρότεινε ψήφισμα στο
οποίο έλεγε να αναθέσουν τη προστασία της πόλης στην Αθηνά Μέδουσα.
Αλλά η Μέδουσα συνδέεται και με την Περσεφόνη. Είναι κι αυτή μια
υποχθόνια θεότητα, φοβερή κι αδυσώπητη, που είναι ο τρόμος των ανθρώπων
και δεν δείχνει ευμένεια σε κανένα που θα τολμήσει να τη κοιτάξει. Κι
όταν ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη, όλες οι σκιές έντρομες παραμέριζαν για
να περάσει εκτός της σκιά του Μελέαγρου και της Γοργόνας, που δεν τον
φοβόντουσαν. Μήπως όμως και το ίδιο της το όνομα δεν τις συνδέει; Το
όνομα Περσεφόνη είναι σύνθετο από το Περσεύς και το φόνος, που σημαίνει
δηλαδή «αυτή που φονεύθηκε από τον Περσέα».
Σε μια άλλη εκδοχή, οι γοργόνες θεωρούνται θεότητες σεληνιακές, καθώς
όλες οι τριαδικές θεότητες ταυτίζονται με τις τρεις όψεις της Σελήνης.
Οι Ορφικοί ονόμαζαν τη Σελήνη «Γοργόνος Κεφαλή», ενώ ο Preller βλέπει
στο στρογγυλοπρόσωπο κεφάλι της Μέδουσας την ίδια τη Σελήνη και τον
αποκεφαλισμό της τον συμβολίζει με την εξαφάνιση της πανσελήνου. Κατά
τον Nilsson ο μύθος του φόνου της Μέδουσας είχε επικρατήσει από τα
Μυκηναϊκά χρόνια. Εκεί λοιπόν κοντά στις Μυκήνες, υπήρχε μια παράδοση
που ήθελε το αποκομμένο κεφάλι της Μέδουσας να είναι θαμμένο στο Άργος,
όπου υπήρχε κι ένα τεράστιο λίθινο Γοργόνειο, που έλεγαν πως ήταν έργο
των Κυκλώπων.
Λίγο πιο πέρα, ο Ασκληπιός θεράπευε με το αίμα της Μέδουσας που είχε
τρέξει κατά το φόνο της. Στο μεσαίωνα δημιουργήθηκε ένας νέος μύθος στον
οποίο συγχωνεύτηκαν οι αρχαίοι μύθοι των γοργόνων, των σειρήνων με την
ωραία φωνή και της Σκύλλας, του τέρατος που άρπαζε τους ναυτικούς και
τους έτρωγε. Στα νεότερα χρόνια, και σε μια παράδοση που φτάνει μέχρι
τις μέρες μας, ο λαός ήθελε την γοργόνα να είναι αδερφή του Μακεδόνα
Αλεξάνδρου.
Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το
νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που
το φύλαγε. Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το
χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση
και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το
κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία
σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού
«ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;». Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση: «Ζει και
βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη
της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι.
Στον αποσυμβολισμό του μύθου των γοργόνων, υπάρχει μια θεωρία που λέει
ότι οι τερατώδεις μορφές των γοργόνων συμβόλιζαν τα σκοτεινά νέφη και τα
διάφορα φαινόμενα του ουρανού που σχηματίζονταν στον ορίζοντα πάνω από
τη θάλασσα και τρόμαζαν όσους τα αντίκριζαν, κι ο αποκεφαλισμός
συμβολίζει τη νίκη του ήλιου (Περσεύς) που νικά τις σκοτεινές δυνάμεις.
Αυτές οι πληροφορίες σχετίζονται με τις αρχαίες πηγές.
Στη σημερινή εποχή, ένας ερευνητής εν ονόματι Ενρίκο Ματίεβιτς (Enrico
Mattievich), τοποθετεί τις γοργόνες στις Περουβιανές Άνδεις στο παλάτι
του Τσαβίν ντε Χουαντάρ (Chavin de Huantar) που βρίσκεται σε υψόμετρο
3.180 μέτρα. Λέει λοιπόν τα εξής: «Στα ερείπια αυτού του παλατιού και
στις στοές των μουσείων, μπορούμε να εκτιμήσουμε εξαιρετικά έργα τέχνης,
γλυπτά ή εγχάρακτα σε πέτρα όπως τερατώδεις κεφαλές, γοργόνες,
κέρβερους και τους απογόνους των υιών του Κρόνου».
Ο Enrico Mattievich αναφέρει την μαρτυρία του Impelloni, ο οποίος ήταν ο
πρώτος που το 1926 πρόσεξε την ομοιότητα των Γοργονείων που βρέθηκαν σε
σημεία του ευρύτερου ελλαδικού χώρου με αυτά που βρέθηκαν στη Κολομβία
και το Περού.
Απόστολος Γονιδέλης, περιοδικό ΙΧΩΡ
Απόστολος Γονιδέλης, περιοδικό ΙΧΩΡ